κάμψη

κάμψη
η
λύγισμα, χαλάρωση, εξάντληση: Η δραστηριότητα της οργάνωσης αυτής παρουσιάζει τελευταία κάμψη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κάμψη — I (Ανατ.). Μία κίνηση, όπως το λύγισμα του γονάτου, που επιμηκύνει τη γωνία ανάμεσα σε δύο γειτονικά οστά. Η αντίθετη κίνηση είναι η έκταση. II (Μηχ.). Παραμόρφωση που προκαλείται σε ένα στερεό υπό την επίδραση εξωτερικών δυνάμεων ή θερμοκρασίας …   Dictionary of Greek

  • κάμψῃ — κάμπτω kam̃p as aor subj mid 2nd sg κάμπτω kam̃p as aor subj act 3rd sg κάμπτω kam̃p as fut ind mid 2nd sg κάμψη ebulus fem dat sg (attic epic ionic) κάμψηι , κάμψις bending fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάμψῃ — Κάμψα basket fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμψηι — κάμψῃ , κάμπτω kam̃p as aor subj mid 2nd sg κάμψῃ , κάμπτω kam̃p as aor subj act 3rd sg κάμψῃ , κάμπτω kam̃p as fut ind mid 2nd sg κάμψῃ , κάμψη ebulus fem dat sg (attic epic ionic) κάμψις bending fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάμψηι — Κάμψῃ , Κάμψα basket fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμψης — κάμψη ebulus fem gen sg (attic epic ionic) κάμψις bending fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… …   Dictionary of Greek

  • ορεογένεση — Το σύνολο των γεωλογικών φαινομένων που προκάλεσαν τον σχηματισμό των ορεινών αλυσίδων. Ο κλάδος της γεωλογίας που διατυπώνει τις διάφορες υποθέσεις περί ορεογένεσης ονομάζεται τεκτονική και μελετά τις αιφνίδιες παραμορφώσεις (πτυχώσεις,… …   Dictionary of Greek

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”